πέταυρο
Greek Monolingual
το / πέταυρον, ΝΜΑ, και πέτευρον ΜΑ
λεπτή και ελαστική σανίδα πάνω στην οποία κάνουν τις ασκήσεις τους οι ακροβάτες, οι πεταυριστές
νεοελλ.
λεπτό σανίδι που χρησιμοποιείται για επένδυση
μσν.-αρχ.
σανίδα πάνω στην οποία κοιμούνται οι κότες
2. καταπακτή, παγίδα
αρχ.
1. κάθε επίμηκες ξύλο
2. ικρίωμα, εξέδρα
3. κατάστιχο για καταγραφή λογαριασμών δημόσιας διαχείρησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Πιο πιθανή γραφή της λ. θεωρείται η πέτευρον, ενώ ο τ. πέτ-αυ-ρον απαντά μεταγενέστερα σε παρ. της λ. καθώς και στις λ. petaura, petaurista τις οποίες δανείστηκε η Λατινική από την Ελληνική. Ο τ. πέτευρον / πέταυρον είναι σύνθ. < πετά (άλλος τ. της πρόθεσης πεδά) και τη λ. αὔρα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αμάρτυρο τ. πετᾱ(F)ορον, παρλλ. τ. του πεδᾱ(F)ορον, αιολ. και δωρ. τ. του μετέωρον, οπότε η δίφθογγος -ευ- του πέτευρον είτε αποτελεί υπερδιορθωμένη μορφή του -αυ- είτε προέρχεται από την παρλλ. παρουσία τών τ. -ήFορον, -ᾱFορον. Ωστόσο, προβλήματα γεννά η παρουσία σε μια αττική λ. του σπάνιου και διαλεκτικού τ. πετά (βλ. πεδά). Τέλος, η άποψη ότι η λ. πέτευρον (< petě-wro) συνδέεται με το ρ. πέτομαι «πετώ» και έχει σχηματιστεί με τρόπο ανάλογο με αυτόν του ἄλευρον παραμένει ανεπιβεβαίωτη τόσο από σημασιολογική όσο και από μορφολογική άποψη].