πεταυρίζω

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

German (Pape)

[Seite 605] auf dem Seile tanzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεταυρίζω: ἀναπηδῶ ἐπὶ ἐλαστικῆς σανίδος, χορεύω ἐπὶ σανίδος, κυβιστῶ, Γλωσσ.· ― πεταυρισμός, ὁ, τὸ χοροπηδᾶν, κυβιστᾶν· μεταφορ., π. τῆς τύχης Πλούτ. 2. 498C· ― πεταυριστής, οῦ, ὁ, κυβιστήρ, σχοινοβάτης, Λατιν. petaurista, Varro ap Non.· μεταφορ., ἐπὶ ψυλλῶν καὶ τῶν ὁμοίων, Πλίν. 11. 39· ὡσαύτως πεταυριστήρ, -ῆρος, ὁ, Μανέθων 4. 278, ἐν τῷ τύπῳ πετευρ-· ― οὕτω πετευριστέω ἔχει διορθωθῆ ἀντὶ πεττευριπτέω ἐν Γαλην. 2. 9.

Greek Monolingual

ΝΑ και πετευρίζομαι Α πέταυρον / πέτευρον
πηδώ ή χορεύω επάνω σε πέταυρο, κάνω ακροβατικές κινήσεις.