περιξέω

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A polish all round, Theoc.22.50, Supp.Epigr.4.446.13 (Didyma, iii B.C.), Gal.UP16.11:—Pass., Lib.Or.18.219.    2 scrape all round, Hp.Mul.2.144.

German (Pape)

[Seite 584] (s. ξέω), ringsum behauen, glätten, πέτρους Theocr. 22, 50.

Greek (Liddell-Scott)

περιξέω: μέλλ. -έσω, ξέω ὁλόγυρα, Θεόκρ. 22. 50, Κλήμ. Ἀλ. 45.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
poli tout autour.
Étymologie: περί, ξέω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. ξέω γύρω γύρω, καθιστώ λεία μια κυκλοτερή επιφάνεια
2. στιλβώνω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ξέω «χαράζω», αλλά και «στιλβώνω»].