πεντάεθλος

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

English (LSJ)

ον, poet. and Ion. for πένταθλος, -ον (q. v.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντάεθλος: πεντάεθλον, ποιητικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πένταθλος, ον.

French (Bailly abrégé)

v. πένταθλος.

English (Slater)

πεντᾰεθλος
   1 competitor in the pentathlon εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις (N. 7.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. πένταθλος.