ὀλιγάμπελος

Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A scant of vines, νῆσος AP 9.413 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 319] mit wenigen Weinstöcken, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγάμπελος: -ον, ὁ ὀλίγας ἔχων ἀμπέλους, Ἀνθ. Π. 9. 413.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a que peu de vignes.
Étymologie: ὀλίγος, ἄμπελος.

Greek Monolingual

ὀλιγάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγα αμπέλια («ὀλιγάμπελος νῆσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄμπελος.