ὀλιγάμπελος
English (LSJ)
ον,
A scant of vines, νῆσος AP 9.413 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 319] mit wenigen Weinstöcken, νῆσος, Antiphil. 28 (IX, 413).
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγάμπελος: -ον, ὁ ὀλίγας ἔχων ἀμπέλους, Ἀνθ. Π. 9. 413.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a que peu de vignes.
Étymologie: ὀλίγος, ἄμπελος.
Greek Monolingual
ὀλιγάμπελος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγα αμπέλια («ὀλιγάμπελος νῆσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + ἄμπελος.