πεζούλι
Greek Monolingual
το
1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης
2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. σακ-ούλι)].