νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
η (Α ἀναβαθμίς)
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. μικρή φορητή σκάλα
2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαθμίς].