αναβαθμίδα

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναβαθμίς)
σκαλί, σκαλοπάτι
νεοελλ.
1. μικρή φορητή σκάλα
2. Στρ. επικλινής επιχωμάτωση με την οποία ανεβάζουν στα οχυρώματα το πυροβόλο στη θέση μάχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαθμίς].