ποταμιαῖος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

α, ον,

   A = ποτάμιος (which is v. l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].