ποταμιαῖος

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμιαῖος Medium diacritics: ποταμιαῖος Low diacritics: ποταμιαίος Capitals: ΠΟΤΑΜΙΑΙΟΣ
Transliteration A: potamiaîos Transliteration B: potamiaios Transliteration C: potamiaios Beta Code: potamiai=os

English (LSJ)

α, ον, = ποτάμιος (which is v.l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμιαῖος: Arst. = ποτάμιος.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῖα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτιαῖος)].