πολύβωμος

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A with many altars, Call.Del.266, 316.

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Altären, Callim. Del. 266.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβωμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς βωμούς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 266.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς βωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βωμός (πρβλ. δωδεκά-βωμος)].