πολύβωμος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βωμος Medium diacritics: πολύβωμος Low diacritics: πολύβωμος Capitals: ΠΟΛΥΒΩΜΟΣ
Transliteration A: polýbōmos Transliteration B: polybōmos Transliteration C: polyvomos Beta Code: polu/bwmos

English (LSJ)

πολύβωμον, with many altars, Call.Del.266, 316.

German (Pape)

[Seite 660] mit vielen Altären, Callim. Del. 266.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβωμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς βωμούς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 266.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς βωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βωμός (πρβλ. δωδεκάβωμος)].