ἡ, (χέρσος)
A neglected condition of unirrigated land, PTeb.378.13 (iii A.D.).
ἡ, Αη κατάσταση της χέρσας, της ακαλλιέργητης γης.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χέρσος + κατάλ. -ία].