παραχερσία

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραχερσία Medium diacritics: παραχερσία Low diacritics: παραχερσία Capitals: ΠΑΡΑΧΕΡΣΙΑ
Transliteration A: parachersía Transliteration B: parachersia Transliteration C: parachersia Beta Code: paraxersi/a

English (LSJ)

ἡ, (χέρσος) neglected condition of unirrigated land, PTeb.378.13 (iii A.D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
η κατάσταση της χέρσας, της ακαλλιέργητης γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χέρσος + κατάλ. -ία].