παράμερα

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επίρρ. τοπ.
1. κατά μέρος, πιο πέρα, στην μπάντα («κι επήγε με τον φίλον του, παράμερα καθίζει», Ερωτόκρ.)
2. σε απόμερο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. παραμερέα < παρ(α)- + μσν. μερέα / μερά «μέρος, μεριά»].