μπάντα
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
Greek Monolingual
και πάντα και μπάτα, η (Μ μπάντα και πάντα και μπάτα)
1. πλευρό, πλάι
2. η πλευρά του πλοίου
νεοελλ.
1. απόμερη θέση, απόμακρο σημείο, άκρη («στάθηκα στην μπάντα για να μην καταλάβουν ότι τους ακούω να καβγαδίζουν»)
2. χειροποίητος τάπητας ή εργόχειρο που κρέμεται στον τοίχο κοντά στο κρεβάτι
3. σπείρα κακοποιών, συμμορία
4. ορχήστρα που αποτελείται από χάλκινα πνευστά όργανα («την Κυριακή θ' ακούσουμε τη μπάντα», Καρυωτ.)
5. έγχρωμη ταινία στρατιωτικών στολών στις εξωτερικές ραφές της περισκελίδας
6. πλοήγηση πλοίου με τον αέρα στο πλάι, πλαγιοδρομία
7. φρ. α) «κάνε στην μπάντα» — παραμέρισε
β) «κάτσε στην μπάντα» — μην αναμιγνύεσαι σε μια υπόθεση
μσν.
1. διεύθυνση, κατεύθυνση
2. το σανίδωμα που αποτελεί την εσωτερική επένδυση του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda < αρχ. γερμ. bant].