πλεθρίζω

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

   A run the πλέθρον: metaph., 'draw the long bow', Thphr.Char.23.2 (dub.l.).

German (Pape)

[Seite 628] ursprünglich im πλέθρον auf und ab laufen; übertr., sich im Reden ergehen, großprahlen, aufschneiden, Theophr. char. 23.

Greek (Liddell-Scott)

πλεθρίζω: τρέχω διάστημα πλέθρου· μεταφορ., μεγαλαυχῶ, Θεοφρ. Χαρακτ. 23.

French (Bailly abrégé)

1 donner la mesure d’un arpent ; courir le plèthre;
2 fig. discourir longuement.
Étymologie: πλέθρον.

Greek Monolingual

Α πλέθρον
1. διατρέχω απόσταση ενός πλέθρου
2. μτφ. καυχιέμαι, κομπάζω, μεγαλαυχώ.