πνευματογραφία

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
κατά την πίστη τών πνευματιστών, η γραφή κειμένου από πνεύματα κατά τις πνευματιστικές συγκεντρώσεις χωρίς την μεσολάβηση τών ενδιαμέσων, τών μέντιουμ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumatography (< πνεύμα, -ατος + -γραφία)].