πίσσωμα

Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
το αποτέλεσμα του πισσώνω, επάλειψη με πίσσα, κατράμωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Ν. Παπαδόπουλο].