ξεσποριάζω
Greek Monolingual
1. βγάζω τους σπόρους, τα κουκούτσια από έναν καρπό
2. (για καρπό) σχηματίζω σπόρους, σποριάζω
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ξεσποριασμένος, -η, -ο
α) (για καρπούς) αυτός που έχει σχηματίσει σπόρους
β) μτφ. (για πρόσ.) αυτός που πέρασαν τα χρόνια του, που γέρασε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σποριάζω «αποκτώ σπόρους»].