σποριάζω

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

Ν σπόρος
1. (για φυτά) βγάζω σπόρους
2. (για ορισμένους καρπούς) σχηματίζω σπόρους και είμαι ακατάλληλος για φάγωμα.