ξυλαλόη

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἀγάλοχον, Aët.1.131 ; scanned by Heraclit. Gramm. in An.Ox.3.277.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, erst bei Sp., = ἀγάλλοχον.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλᾰλόη: ἡ, = ἀγάλλοχον, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 277˙ ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξυλαλόη)
είδος ευώδους ξύλου από ινδικά δέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἀλόη «είδος φυτού»].