ἀγάλλοχον

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

German (Pape)

[Seite 7] τό, bitteres Aloeholz (Excoecaria agallocha Linn.), Diose., sonst ξυλαλόη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάλλοχον: τό· Λατ. agallochum, ἡ πικρὰ ἀλόη. Διοσκορ. 1. 21, ἔνθα ἴδ. Sprengel. Ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Ἀετίου ἔλαβε τὸ ὄνομα ξυλαλόη.

Spanish (DGE)

v. ἀγάλοχον.