ξυλαλόη

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλᾱλόη Medium diacritics: ξυλαλόη Low diacritics: ξυλαλόη Capitals: ΞΥΛΑΛΟΗ
Transliteration A: xylalóē Transliteration B: xylaloē Transliteration C: ksylaloi Beta Code: culalo/h

English (LSJ)

ἡ, = ἀγάλοχον, Aët.1.131; scanned by Heraclit. Gramm. in An.Ox.3.277.

German (Pape)

[Seite 280] ἡ, erst bei Sp., = ἀγάλλοχον.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλᾰλόη: ἡ, = ἀγάλλοχον, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 277· ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ξυλαλόη)
είδος ευώδους ξύλου από ινδικά δέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἀλόη «είδος φυτού»].