ξοός

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ὁ,

   A = ξυσμός, ὁλκός, Hsch.

Greek Monolingual

ξοός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ξυσμός, ὁλκός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ξο- του ξέω. Η λ. εμφανίζεται συχνά και σε σύνθετα με προθέσεις (πρβλ. ἀμφί-ξοος, ἀντί-ξοος), επιρρήματα (πρβλ. εὔ-ξοος) και, κυρίως, ουσιαστικά (οπότε το β' συνθετικό εμφανίζεται με τις μορφές -ξόος / -ξοῦς / -ξός
πρβλ. δορυ-ξοῦς, κερα-ξόος, λαο-ξόος / λα-ξός)].