ξόος

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, = ξέσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξόος: ὁ, = ξυσμός, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐν τῷ κειμένῳ: «ξοός· ξυσμός· ὁλκός».