ξόος

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, = ξέσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξόος: ὁ, = ξυσμός, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐν τῷ κειμένῳ: «ξοός· ξυσμός· ὁλκός».