οπότε

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source

Greek Monolingual

ὁπότε, επικ. τ. ὁππότε, ιων. τ. ὁκότε, δωρ. ποιητ. τ. ὁππόκα, κυρηναϊκός τ. ὁπόκα)
(επίρρ. και χρον. σύνδ.) όποια στιγμή, όταν («ὁπότε μιν ξυνδῆσαι 'Ολύμπιοι ἤθελον ἄλλοι», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. στην περίπτωση αυτή, και τότε («θα δεις πώς είναι τα πράγματα, οπότε αποφασίζεις»)
2. κάθε φορά που, οσάκις
αρχ.
(Ι) ΣΥΝΤΑΞΗ: 1. με ενεστ. οριοτ. ή με υποτ. σε παρομοιώσεις (α. «ὡς δ' ὁπότε... ποταμὸς πεδίονδε κάτεισι», Ομ. Ιλ.
β. «ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ», Ομ. Ιλ.)
2. με υποτ., όπως το ὁπόταν, σε σχέση με το παρόν ή το μέλλον κατά παράλειψη του ἂν («ὁππότ' ἔρις καὶ νεῖκος ἐν ἀθανάτοισι ὄρηται», Ησίοδ.)
3. με ευκτ. σε σχέση με το παρελθόν προκειμένου να δηλώσει αόριστη επανάληψη στο παρελθόνὁπότε Κρήτηθεν ἵκοιτο», Ομ. Ιλ.)
4. με ρ. που δηλώνουν αναμονή («ἷζε... δέγμενος ὁππότε ναῡφιν ἀφορμηθεῖεν», Ομ. Ιλ.)
5. (σε πλάγ. ερωτ. με ορστ.) πότε («ἦ ῥά τι ἴδμεν ὁππότε Τηλέμαχος νεῖται», Ομ. Οδ.)
(II) ΣΗΜΑΣΙΑ: 1. (αιτιολογική) επειδή βέβαια, αφού, διότι
2. φρ. «εἰς ὁπότε» — όταν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὁπότε έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, , και το ερωτ. επίρρ. πότε / κότε / πόκα (πρβλ. ὁποῖος < ποῖος, ὅπως < πῶς κ.λπ.). Για την εναλλαγή τών -π- και -κ- στην αττ. και ιων. διάλ. αντίστοιχα βλ. λ. πο-].