-η, -ο1. αυτός που έχει ξένη μορφή, ξένο σχήμα2. φρ. «ξενόμορφα ορυκτά»(ορυκτ.) τα ορυκτά που δεν παρουσιάζουν δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλ. αλλοτριόμορφα ορυκτά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό-μορφος, ιδιό-μορφος].