[Seite 280] Bilder schnitzend, der Bilderschnitzer, Eust.
ξοᾰνογλύφος: ὁ, γλύπτης ξοάνων, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Εὐστ.
ξοανογλύφος, ὁ (Μ)γλύπτης ξοάνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξόανον + -γλυφός (< γλύφω), πρβλ. τοκο-γλύφος].