ξυλοκατασκεύαστος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον,

   A made of wood, Sch. Lyc.361.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοκατασκεύαστος: -ον, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, Σχόλ. Λυκόφρ. 361˙ ὡσαύτως ξυλοκατάσκευος, διάφ. γραφ. ἐν τοῖς τοῦ Νικήτ. Χρον. 404D.

Greek Monolingual

ξυλοκατασκεύαστος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από ξύλο.