ξυλοπρατικός, -ή, -όν (Μ)σχετικός με την πώληση ή τον πωλητή ξύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πρατικός (< πιπρά-σκω «πουλώ»), πρβλ. μετα-πρατικός].