ξιφισμός

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ὁ,

   A sword-dance, Ath.14.629f; sword-play, D.C.47.44.

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, ein kriegerischer Tanz (s. ξιφίζω); B. A. 432; Ath. XIV, 629 e.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφισμός: ὁ, (ξιφίζω) «σχῆμα ὀρχηστικὸν τῆς λεγομένης ἐμμελείας ὀρχήσεως» (Ἡσύχ.), Ἀθήν. 629F.

Greek Monolingual

ο (Α ξιφισμός) ξιφίζω
νεοελλ.
χτύπημα με ξίφος
αρχ.
1. είδος πολεμικού χορού
2. ξιφομαχία, ξιφασκία.