ξιφισμός
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ὁ, sword-dance, Ath.14.629f; sword-play, D.C.47.44.
German (Pape)
[Seite 280] ὁ, ein kriegerischer Tanz (s. ξιφίζω); B. A. 432; Ath. XIV, 629 e.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφισμός: ὁ, (ξιφίζω) «σχῆμα ὀρχηστικὸν τῆς λεγομένης ἐμμελείας ὀρχήσεως» (Ἡσύχ.), Ἀθήν. 629F.
Greek Monolingual
ο (Α ξιφισμός) ξιφίζω
νεοελλ.
χτύπημα με ξίφος
αρχ.
1. είδος πολεμικού χορού
2. ξιφομαχία, ξιφασκία.