ξυνωνία

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ἡ,

   A = κοινωνία, partnership, fellowship, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν Archil.86.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, = κοινωνία, Gemeinschaft, Archil. 59.

Greek (Liddell-Scott)

ξῡνωνία: ἡ, = κοινωνία, Ἀρχίλ. 80.

Greek Monolingual

ξυνωνία, ιων. τ. ξυνωνίη, ἡ (Α) ξυνών
σύλλογος, εταιρεία, συντροφιάἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμειξαν», Αρχίλ.).