ξυρήσιμος

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

ον,

   A fit for shaving, Ael.Dion.Fr.265.

German (Pape)

[Seite 282] scheerbar, der Schur bedürftig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξυρήσιμος: -ον, ὁ ἔχων χρείαν ξυρήσεως, Φώτ. ἐν λέξει ξυρήκης.

Greek Monolingual

ξυρήσιμος, -ον (Α) ξυρησις
αυτός που έχει ανάγκη από ξύρισμα ή που είναι επιδεκτικός ξυρίσματος.