ξυρουργός

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

όν,

   A tonsorial : ξ. ἀνθρωπάριον Zos.Alch.p.116B.

Greek Monolingual

ξυρουργός, -όν (Α)
αυτός που κουρεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λιν-ουργός].