ξυρουργός

From LSJ

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρουργός Medium diacritics: ξυρουργός Low diacritics: ξυρουργός Capitals: ΞΥΡΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: xyrourgós Transliteration B: xyrourgos Transliteration C: ksyrourgos Beta Code: curourgo/s

English (LSJ)

ξυρουργόν, tonsorial: ξ. ἀνθρωπάριον Zos.Alch.p.116B.

Greek Monolingual

ξυρουργός, -όν (Α)
αυτός που κουρεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. λινουργός].