ξυλοπυρίτιδα

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
εκρηκτική ύλη που χρησιμοποιείται αντί της δυναμίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + πυρίτιδα. Η λ., στον λόγιο τ. ξυλοπυρῖτις, μαρτυρείται από το 1847 στον Ιωάννη Πύρλα].