ογδοημόριον
Greek Monolingual
ὀγδοημόριον και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)
το ένα όγδοο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, τριτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
ὀγδοημόριον και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)
το ένα όγδοο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + μόριον (πρβλ. δεκατη-μόριον, τριτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].