ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
ὀγδοημόριον και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)το ένα όγδοο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + μόριον (πρβλ. δεκατημόριον, τριτημόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].