ογδοημόριον
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
ὀγδοημόριον και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)
το ένα όγδοο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + μόριον (πρβλ. δεκατημόριον, τριτημόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
ὀγδοημόριον και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)
το ένα όγδοο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + μόριον (πρβλ. δεκατημόριον, τριτημόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].