οδοντοκοιλία

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, και οδοντοκοίλωμα, το
ανατ. κοίλωμα ή φατνίο όπου σχηματίζεται η ρίζα του δοντιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο].