οδόβαινος

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος θαλάσσιων θηλαστικών που μοιάζουν με φώκιες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odobenus < ὀδούς «δόντι» + βαίνω. Τα θηλαστικά αυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή χρησιμοποιούν τα δόντια τους για τη μετακίνηση τους].