ὀγκοποιῶ, -έω (Α)1. εξογκώνω, φουσκώνω, προσδίδω ύψος στον λόγο2. φουσκώνω τα μαλλιά, αυξάνω τον όγκο τους χρησιμοποιώντας διάφορα στολίδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + -ποιῶ (< -ποιός)].