προσδίδω

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Ν
παρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «του προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ' ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.)
νεοελλ.
δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ' ών το φέγγος της σελήνης πίπτον προσέδιδε γλυκείαν μελαγχολικήν όψιν», Παπαδ.)
αρχ.
1. δίνω ως μερίδιο σε κάποιον
2. (για ιερέα που θυσιάζει) διανέμω, μοιράζω («οὐδεὶς προσδώσει μοι τῶν σπλάγχνων», Αριστοφ.)
3. προσφέρω κάτι από φιλανθρωπία, ελεώ («καί πού τι καὶ βορᾶς μέρος προσέδοσαν οἰκτίραντες», Σοφ.)
4. παραχωρώ, επιτρέπω
5. δίνω κάτι στο χέρι κάποιου («τὸν Καίσαρα τῷ Κάτωνι προσδοῦν αι τὸ δελτάριον ἐγγὺς ἑστῶτι», Πλούτ.).