οἰηματίας

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A self-conceited person, Ptol. Tetr.162, Hsch. s.v. δοκησίσοφος, Suid.

German (Pape)

[Seite 298] ὁ, der eine große Meinung von sich hat, ἐπῃρμένος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

οἰημᾰτίας: -ου, ὁ, ἄνθρωπος ὑψηλὴν περὶ ἑαυτοῦ ἔχων ἰδέαν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. δοκησίσοφος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ οἰηματίας)
αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, αλαζόνας, επηρμένος, καυχησιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴημα, -ατoς + κατάλ. -ίας (πρβλ. εισοδηματ- ίας)].