ὀϊζύω

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

aor. ὀΐζῡσα,

   A wail, mourn, ἀλλ' αἰεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (imper.) Il.3.408.    II c. acc. rei, suffer, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά 14.89 : abs., to be miserable or suffer, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Od.4.152, 23.307. [υ of pres. short in Hom., long in A.R. 4.1324, 1374 ; in aor. always long.]

German (Pape)

[Seite 298] att. οἰζύω (οἴ), wehklagen, jammern, περί τινα, Il. 3, 108; – trans., Weh, Elend erdulden, ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν κακὰ πολλά, Il. 14, 89, ὅσα τ' αὐτὸς όϊζύσας ἐμόγησεν, Od. 23, 307, vgl. 4, 152; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1324. 1374, an welchen Stellen υ im praes. lang ist, wie immer im fut. u. aor.; das υ des praes. bei Hom. ist kurz.

Greek (Liddell-Scott)

ὀϊζύω: ἀόρ. ὀΐζῡσα˙ ― θρηνῶ, κλαίω, πενθῶ, ἀλλ’ ἀεὶ περὶ κεῖνον ὀΐζυε (προστ.) Ἰλ. Γ. 408. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, ὑποφέρω, πάσχω, ἧς εἵνεκ’ ὀϊζύομεν κακὰ πολλὰ Ξ. 89˙ ἀπόλ., εἶμαι ἐλεεινός, ἄθλιος, ἢ πάσχω, ὀϊζύσας ἐμόγησεν Ὀδ. Δ. 152, Ψ. 307. [υ τοῦ ἐνεστ. βραχὺ παρ’ Ὁμ., μακρὸν δὲ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1324, 1374˙ ἐν τῷ ἀορ. ἀείποτε μακρόν].

French (Bailly abrégé)

1 se lamenter : περί τινα, sur qqn;
2 souffrir : τι, qch ; τινος εἵνεκα IL à cause de qqn.
Étymologie: οἰζύς.

Greek Monolingual

ὀϊζύω (Α) οϊζύς
(ποιητ. τ.)
1. θλίβομαι, θρηνώ, κλαίω, πενθώ («ἀλλ' ἀεὶ περὶ κεῑνον ὀΐζυε», Ομ. Ιλ.)
2. υποφέρω από κάτι, υφίσταμαι κάτι («ἧς εἵνεκ' ὀϊζύομεν πολλὰ κακά», Ομ. Ιλ.).