οϊζύς
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
Greek Monolingual
ὀϊζύς και, αττ. τ., οἰζύς, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αθλιότητα, δυστυχία, ταλαιπωρία («παύσονται καμάτου καὶ ὀϊζύος», Ησίοδ.)
2. ως κύριο όν. Ὀϊζύς
όνομα μυθικής κόρης της Νυκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. οἴζω «θρηνώ, πενθώ» με εκφραστική κατάλ. -ύς (πρβλ. αχλύς, ισχύς)].