Ep. for οἰκέω (q. v.).
[Seite 299] poet. = οἰκέω, Hes. Th. 330.
οἰκείω: Ἐπικ. ἀντὶ οἰκέω, Ἡσ. Θ. 330.
poét. c. οἰκέω.
οἰκείω (Α)(επικ.τ.) βλ. οικώ.