οἰκοδέσποινα

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ἡ,

   A mistress of a family, SIG985.52 (Philadelphia, i B. C.), Phintys ap.Stob.4.23.61, Babr.10.5, Plu. 2.613a.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδέσποινα: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ δέσποινα τοῦ οἴκου, ἡ οἰκοκυρά, Φίντυς παρὰ Στοβ. 445. 27, Βαβρ. 10. 5, Πλούτ. 2. 612F.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
maîtresse de maison.
Étymologie: οἶκος, δέσποινα.

Greek Monolingual

η (Α οικοδέσποινα)
η κυρία του σπιτιού, η νοικοκυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέσποινα.