οικοδέσποινα

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

η (Α οικοδέσποινα)
η κυρία του σπιτιού, η νοικοκυρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέσποινα.