οἰδματόεις
English (LSJ)
εσσα, εν,
A billowy, A.Fr.69 (lyr.), Opp.H.5.273.
German (Pape)
[Seite 298] εσσα, εν, voll Wasserschwall, wellenreich; πόρος, Aesch. frg. 59; Opp. Hal. 5, 273.
Greek (Liddell-Scott)
οἰδμᾰτόεις: εσσα, εν, κυματόεις, πλήρης κυμάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, Ὀππ. Ἁλ. 5. 273.
Greek Monolingual
οἰδματόεις, -εσσα, -εν (Α)
κυματώδης, γεμάτος κύματα («οἰδματόεντα πόρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶδμα, -ατος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].